ιεροστολικά

ιεροστολικά
ἱεροστολικά, τὰ (Α)
(κατά το λεξικό Σούδα) τίτλος ορφικού ποιήματος που αναφερόταν στις ιερές στολές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερά στολή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”